κολοβακτηρίδιο

κολοβακτηρίδιο
το
ιατρ. κοινή ονομασία τού είδους Esherichia coli, κοκκοβάκιλλο, αρνητικό κατά Γκραμ, πολύ διαδεδομένο στη φύση και με μεγάλο αριθμό ποικιλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κολοβάκιλλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στρεπτομυκίνη — Αντιβιοτικό που παράγεται από τον μεταβολισμό του μύκητα Streptomyces griseus, που απομονώθηκε το 1944. Χορηγούμενη δια της παρεντερικής οδού απορροφάται εύκολα, ενώ δεν απορροφάται όταν χορηγείται από το στόμα. Από τα γνωστότερα μικρόβια που… …   Dictionary of Greek

  • αιμοκαλλιέργεια — Μέθοδος άμεσης αναζήτησης μικροβίων του αίματος με τεχνητό πολλαπλασιασμό τους έξω από τον οργανισμό. Για τον σκοπό αυτό αναμειγνύουν το αίμα που πρόκειται να διερευνηθεί με κατάλληλο θρεπτικό υλικό και επιδιώκουν να γίνει επώαση σε συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • κολοβάκιλλος — ο κολοβακτηρίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. colibacillus < coli (< κόλον) + bacillus (< νεολατ. bacillus < λατ. baculus)] …   Dictionary of Greek

  • κολοβακίλλωση — και κολιβακίλλωση, η 1. ιατρ. λοίμωξη που προκαλείται από παθογόνο κολοβακτηρίδιο και η οποία εντοπίζεται συχνά στο πεπτικό σύστημα 2. (κτην.) νόσος διαφόρων κατοικίδιων ζώων που εκδηλώνεται με τρεις κύριες μορφές, την κολοβακτηριακή σηψαιμία,… …   Dictionary of Greek

  • κολοβακτήριο — Κινητό βακτήριο της τάξης των ευβακτηρίων· η επιστημονική του ονομασία είναι Escherichia coli, ενώ παλαιότερα ήταν γνωστό ως Bacterium coli. Έχει ραβδοειδές σχήμα, δεν σχηματίζει σπόρια και είναι αρνητικό κατά Γκραμ. Είναι αερόβιο, ζει όμως και… …   Dictionary of Greek

  • κυστίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή της ουροδόχου κύστης. Είναι συχνή πάθηση, μερικές φορές πρωτοπαθής, συχνότερα όμως δευτεροπαθής, και παρουσιάζεται ως συνέπεια άλλων βλαβών που εντοπίζονται στην ίδια την κύστη ή σε άλλα όργανα που βρίσκονται σε έμμεση ή… …   Dictionary of Greek

  • πυελονεφρίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή της μυελικής και πυελικής περιοχής των νεφρών, που οφείλεται σε κοινά μικρόβια όπως το κολοβακτηρίδιο, ο πρωτεύς, η κλεμπσιέλα, η ψευδομονάς· οι μικροοργανισμοί αυτοί φτάνουν στις ουροφόρους οδούς σπάνια διά της αιματικής οδού… …   Dictionary of Greek

  • ωοθηκίτιδα — Φλεγμονή της ωοθήκης. Διακρίνεται σε οξεία και χρόνια και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εμφανίζεται ύστερα από φλεγμονή των άλλων γεννητικών οργάνων ή ως συνέχεια γενικής λοίμωξης. Τα μικρόβια, που συνήθως σχετίζονται με την ω. είναι ο στρεπτόκοκκος …   Dictionary of Greek

  • κολοβάκιλος — ο και κολοβακτηρίδιο, το βακτηρίδιο του εντερικού σωλήνα των ανθρώπων και των ζώων, που προκαλεί διάφορες παθολογικές διαταραχές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολοβακτήριο — κολοβακτήριο, το και κολοβακτηρίδιο, το βλ. κολοβάκιλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”